- ὑποπτεῦσθαι
- ὑ̱ποπτεῦσθαι , ὑποπτεύωto be suspiciousperf inf mpὑ̱ποπτεῦσθαι , ὑποπτεύωto be suspiciousperf inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.